Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φϑινὰς μηνῶν ὰμέρα

См. также в других словарях:

  • φθινάς — άδος, ἡ, Α 1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση 3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»